ΑΝΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Ο καινούριος χρόνος έρχεται δυναμικά με τους ήχους του ζουρνά και του νταουλιού, τους Γκέγκηδες τους Εσκάριδες και τις Κοκόνες που από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ συμμετέχουν σ΄ένα γλέντι που προσφέρει ψυχική ανάταση όχι μόνο σ΄αυτούς που βιώνουν ενεργά τα δρώμενα μα και στους θεατές που τους παρακολουθούν.
Το αποκορύφωμα των εκδηλώσεων όλου του δωδεκαημέρου είναι οι μεγάλοι γκέγκηδες που όλη την ημέρα γλεντάν με τη συνοδεία των ζουρνάδων. Νωρίς το πρωί με μεράκι ετοιμάζονται στα σπίτια τους και συγκεντρώνονται στην πλατεία. Στη συνέχεια ξεχύνονται στα σοκάκια του χωριού μαζί με τους ζουρνάδες. Σταματούν στα σπίτια κάποιων εμποριωτών που δε ντύθηκαν γκέγκηδες και αφού τους παροτρύνουν να ντυθούν, σε ελάχιστο χρόνο τους παίρνουν μαζί τους ντυμένους κι αυτούς. Όλοι μαζί καταλήγουν στην πλατεία του χωριού και το γλέντι αρχίζει. Χορεύουν με τους αρρενωπούς και πρωτόγονους ήχους του ζουρνά. Οι χοροί έχουν βήματα με χτυπήματα των ποδιών στη γη. Είναι η παράκληση στη μάνα γη για καρποφορία. Το ξεφάντωμα έχει τελετουργικό χαρακτήρα και μοιάζει να έχει διονυσιακή προέλευση.
Στην πλατεία του χωριού υπάρχει ένα μεγάλο βαρέλι γεμάτο νερό. Σ ΄αυτό ρίχνουν οι γκέγκηδες όποιον άντρα, ενώ παραδοσιακά ντυνόταν γκέγκας, εμφανίζεται στην πλατεία ντυμένος με τα καθημερινά του ρούχα, χωρίς να έχει οικογενειακό πένθος. Με τον τρόπο αυτό τον αναγκάζουν να πάει σπίτι του, να αλλάξει και να επιστρέψει ως γκέγκας ή κοκόνα αυτή τη φορά.
Οι γκέγκηδες φοράν λευκό μακρύ βρακί, λευκή φουστανέλα με λιγότερα φύλλα από αυτή του τσολιά, λευκό πουκάμισο με χειροποίητο κέντημα, τσόχινο γιλέκο, χειροποίητες πλεκτές κάλτσες και γουρουνοτσάρουχα. Κάποιοι αντικαθιστούν το γιλέκο με ένα αυτοσχέδιο γιλέκο από το ύφασμα μιας μαύρης ομπρέλας. Συναντάμε την ενδυμασία αυτή και με μαύρη φουστανέλα και μαύρο πουκάμισο. Στο στήθος φοράν σταυρωτά περασμένα σε χοντρή κλωστή, ξύλινα καρούλια ή κοτσάνια από καλαμπόκια. Στο παρελθόν κάποιοι γκέγκηδες αντί για φουστανέλα, τύλιγαν γύρω από τη μέση τους έναν κρεβατόγυρο πάνω από το παντελόνι κι ήταν έτοιμοι. Τα πρόσωπά τους είναι καλυμμένα ως το μεσημέρι με χειροποίητη αυτοσχέδια προσωπίδα από το δέρμα λαγού. Σύμφωνα με μία εκδοχή, η φουστανέλα είχε αρχικά περισσότερα φύλλα, ήταν πιο πλούσια. Στην πορεία μειώθηκαν τα φύλλα της γιατί το επέβαλε η ανάγκη. Κάποιος που δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει ύφασμα για να ράψει φουστανέλα, ζητούσε ένα κομμάτι ύφασμα από κάποιον που είχε μια πλούσια φουστανέλα. Οι εσκάριδες είναι πιο καλοντυμένοι. Οι κοκόνες είναι καρναβάλια με αυτοσχέδιες ενδυμασίες.
Στο γλέντι συμμετέχουν ολημερίς, οι γκέγκηδες, οι εσκάριδες και κάποιες κοκόνες. Μετά το μεσημέρι ακολουθεί παρέλαση αρμάτων που κυρίως σατιρίζουν την επικαιρότητα. Μετά την πρωτότυπη αυτή παρέλαση, μπαίνουν στο χορό άντρες και γυναίκες, χωριανοί και ξένοι όλοι όσοι τους συνεπήρε η μουσική.
Αργά το απόγευμα η υπέροχη αυτή παρέα των γκέγκηδων με τη συνοδεία των ζουρνάδων, επισκέπτονται τους εορτάζοντες στα σπίτια τους για να τους ευχηθούν για την ονομαστική τους εορτή. Μπαίνοντας στα σπίτια οι ζουρνάδες παίζουν τη μουσική και οι γκέγκηδες τραγουδούν το τραγούδι " σ' αυτό το σπίτι που' ρθαμε κέρνα μας, κέρνα μας..."
Το δρώμενο ολοκληρώνεται αφού οι γκέγκηδες συνοδέψουν τους ζουρνάδες στον χώρο που φιλοξενούνται.
Στην πλατεία του χωριού υπάρχει ένα μεγάλο βαρέλι γεμάτο νερό. Σ ΄αυτό ρίχνουν οι γκέγκηδες όποιον άντρα, ενώ παραδοσιακά ντυνόταν γκέγκας, εμφανίζεται στην πλατεία ντυμένος με τα καθημερινά του ρούχα, χωρίς να έχει οικογενειακό πένθος. Με τον τρόπο αυτό τον αναγκάζουν να πάει σπίτι του, να αλλάξει και να επιστρέψει ως γκέγκας ή κοκόνα αυτή τη φορά.
Οι γκέγκηδες φοράν λευκό μακρύ βρακί, λευκή φουστανέλα με λιγότερα φύλλα από αυτή του τσολιά, λευκό πουκάμισο με χειροποίητο κέντημα, τσόχινο γιλέκο, χειροποίητες πλεκτές κάλτσες και γουρουνοτσάρουχα. Κάποιοι αντικαθιστούν το γιλέκο με ένα αυτοσχέδιο γιλέκο από το ύφασμα μιας μαύρης ομπρέλας. Συναντάμε την ενδυμασία αυτή και με μαύρη φουστανέλα και μαύρο πουκάμισο. Στο στήθος φοράν σταυρωτά περασμένα σε χοντρή κλωστή, ξύλινα καρούλια ή κοτσάνια από καλαμπόκια. Στο παρελθόν κάποιοι γκέγκηδες αντί για φουστανέλα, τύλιγαν γύρω από τη μέση τους έναν κρεβατόγυρο πάνω από το παντελόνι κι ήταν έτοιμοι. Τα πρόσωπά τους είναι καλυμμένα ως το μεσημέρι με χειροποίητη αυτοσχέδια προσωπίδα από το δέρμα λαγού. Σύμφωνα με μία εκδοχή, η φουστανέλα είχε αρχικά περισσότερα φύλλα, ήταν πιο πλούσια. Στην πορεία μειώθηκαν τα φύλλα της γιατί το επέβαλε η ανάγκη. Κάποιος που δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει ύφασμα για να ράψει φουστανέλα, ζητούσε ένα κομμάτι ύφασμα από κάποιον που είχε μια πλούσια φουστανέλα. Οι εσκάριδες είναι πιο καλοντυμένοι. Οι κοκόνες είναι καρναβάλια με αυτοσχέδιες ενδυμασίες.
Στο γλέντι συμμετέχουν ολημερίς, οι γκέγκηδες, οι εσκάριδες και κάποιες κοκόνες. Μετά το μεσημέρι ακολουθεί παρέλαση αρμάτων που κυρίως σατιρίζουν την επικαιρότητα. Μετά την πρωτότυπη αυτή παρέλαση, μπαίνουν στο χορό άντρες και γυναίκες, χωριανοί και ξένοι όλοι όσοι τους συνεπήρε η μουσική.
Αργά το απόγευμα η υπέροχη αυτή παρέα των γκέγκηδων με τη συνοδεία των ζουρνάδων, επισκέπτονται τους εορτάζοντες στα σπίτια τους για να τους ευχηθούν για την ονομαστική τους εορτή. Μπαίνοντας στα σπίτια οι ζουρνάδες παίζουν τη μουσική και οι γκέγκηδες τραγουδούν το τραγούδι " σ' αυτό το σπίτι που' ρθαμε κέρνα μας, κέρνα μας..."
Το δρώμενο ολοκληρώνεται αφού οι γκέγκηδες συνοδέψουν τους ζουρνάδες στον χώρο που φιλοξενούνται.